- απογοητευτικός
- η , ό[ν] разочаровывающий; неутешительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογοητευτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί απογήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογοητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απογοητευτικός, -ή — ό αυτός που προκαλεί απογοήτευση: Τα αποτελέσματα ήταν για όλους τους απογοητευτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το … Dictionary of Greek
αποκαρδιωτικός, -ή — ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση, απογοητευτικός: Το θέαμα που αντίκριζε ήταν αποκαρδιωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)